Οι καμπύλες μου


Ξέρεις καλέ μου,
Εγώ έγραφα πάντοτε με γράμματα τετράγωνα (τόσο τετράγωνα που το α δεν το ξεχώριζες από το ο – να σαν και την ίσια παρένθεση που μόλις έβαλα)
Γράμματα κοφτερά, ανυποχώρητα με βάτος και σιωπή. Σιωπή και σκοτάδι.
Και χαιρόμουν η ανόητη όταν μου κοπλιμένταραν τα τετράγωνά μου κι όταν ορμήνευαν εμένα με βάση αυτά (χαιρόμουν αν και ήξερα πως δεν έβλεπαν όλη μου την αλήθεια, δεν έδειχνα όλη την αλήθεια)
Αλλά πλησιάζει, ή μάλλον πλησιάζω τη μέρα εκείνα, καλέ μου, που γωνίες και αιχμές δε θα ‘ναι πια κομμάτι του εμού μου.
Θα αποκτήσω καμπύλες, θα λειάνω τις άκρες μου και θα τις κάμω καμπύλες όμορφες αρμονικές, άφθονες και πλήρεις· καμπύλες που θα μ’ αφήνουν να κυλάω, να χορεύω, να στροβιλίζομαι, που δε θα μ’ αφήνουν να εδρεύω πουθενά.
Τότε, δε θα χρειάζομαι άλλους να με σπρώχνουν, να με κατευθύνουν στη δική τους πορεία, γιατί στο κέντρο μου θα καίει μια φωτιά που αυτή θα ωθεί την κίνησή μου.
Και το πιο όμορφο όλων ξέρεις ποιο θα ’ναι, καλέ μου;
Στην κάθε μου περιστροφή, θα λαμπυρίζει και μια άλλη μου όψη, και η μία θα πλέκεται άχρονα με την άλλη, θα ηρεμήσουν και θα συναντηθούν επιτέλους.
Θα πάψω να δείχνω μόνο τη μία, την ίδια μία, που με συνήθισα να δείχνω και τους συνήθισα να βλέπουν· αυτή τη μία που χαιρόταν με τα τετραγωνάκια της.
Γιατί καλέ μου, τώρα είδα, ένιωσα, φώτισα.
Έχω πολλές.
Και όλες είναι η αυτή.
Εγώ.



Το άλογο με τα κεράσια