Μια εποχή συντετριμμένη
κοντοστάθηκα στον κήπο σου
που μύριζε χνώτα και χώμα βρεγμένο
και λίγο θυμήθηκα εκείνο το μεσημέρι
που σου 'χα φέρει δύο κατιφέδες δώρο
γιατί το προηγούμενο βράδυ κάτι σ' έπιασε και ξερίζωσες όλα σου τα λουλούδια.
Δε μας αξίζουν οι κήποι σ' εμάς
τους μαραμένους
μου είχες πει στο τηλέφωνο
και η φωνή σου έτρεμε
γιατί τα χέρια σου είχαν γεμίσει αγκάθια
κι έτρεξα τ' άλλο πρωί
κι αγόρασα δυο κατιφέδες
που 'χα ακούσει ότι είναι φυτά προστάτες
δύο κατιφέδες με μεγάλα πορτοκαλί πέταλα
στους έφερα γεμάτος λαχτάρα
κι εσύ τους πήρες στην αγκαλιά σου
και μαζί κι εμένα
κι έβαλες τα κλάματα
όπως δεν τα είχες βάλει ξανά,
κι έτσι όπως μ' αγκάλιασες,
δεν ξέρω,
θαρρείς ο ήλιος για λίγο σταμάτησε
και μας καμάρωνε
εμάς τους μαραμένους
να αλλάζουμε,
δίχως να το ξέρουμε
(ακόμη)
εποχή
μια για πάντα.
κοντοστάθηκα στον κήπο σου
που μύριζε χνώτα και χώμα βρεγμένο
και λίγο θυμήθηκα εκείνο το μεσημέρι
που σου 'χα φέρει δύο κατιφέδες δώρο
γιατί το προηγούμενο βράδυ κάτι σ' έπιασε και ξερίζωσες όλα σου τα λουλούδια.
Δε μας αξίζουν οι κήποι σ' εμάς
τους μαραμένους
μου είχες πει στο τηλέφωνο
και η φωνή σου έτρεμε
γιατί τα χέρια σου είχαν γεμίσει αγκάθια
κι έτρεξα τ' άλλο πρωί
κι αγόρασα δυο κατιφέδες
που 'χα ακούσει ότι είναι φυτά προστάτες
δύο κατιφέδες με μεγάλα πορτοκαλί πέταλα
στους έφερα γεμάτος λαχτάρα
κι εσύ τους πήρες στην αγκαλιά σου
και μαζί κι εμένα
κι έβαλες τα κλάματα
όπως δεν τα είχες βάλει ξανά,
κι έτσι όπως μ' αγκάλιασες,
δεν ξέρω,
θαρρείς ο ήλιος για λίγο σταμάτησε
και μας καμάρωνε
εμάς τους μαραμένους
να αλλάζουμε,
δίχως να το ξέρουμε
(ακόμη)
εποχή
μια για πάντα.
Εκτός εποχής ΙΙ.
Σεπτέμβρης | Νέα Επαφή, εκδ. Ερσίλια