Για τη Μικρή μου Παλίρροια

Παράδεισο να βρούμε , απόγευμα να πιούμε άνθος μου μη μαραθείς Στα χέρια σου άπλωσες τα δικά μου χάραμα εσύ άγγιξες τα φτερά μου στο πουθενά αμέθυστος ο χρόνος σαν προσευχή που ψιθυρίζεις μόνος 

Θυμάσαι τότε στο θέατρο που στεκόσουν στην άκρη στα κάγκελα κι αγνάντευες κι εγώ από τις κερκίδες κατέβηκα και σε βρήκα;
Πέρασα από το κέντρο του κύκλου.
Ήθελα να καθίσω στη Γη. 
Να ενωθώ με το κέντρο, να γειώσω την ουσία μου και ανάμεσα σε σιωπές και κελαηδισμούς να μου μιλήσω, να μου φωνάξω, να μου πω πως μ'αγαπώ, πως θα με φροντίζω, πως θα με υπερασπίζομαι και θα παλεύω για την ΑλήθΕια μου. 
Πως θα τη διώξω τη γαμημένη την ενοχή, την μπερδικλώστρα ανασφάλεια και την άκαμπτη παγωμένη λογική.
Πως γυμνή και ατόφια θα γίνω από σώμα, σωματοποιημένο συναίσθημα. 
Πως δε θα φυσήξω να σβήσω το κερί, παρά θα μάθω να φυσώ για να το δυναμώνω.
Πως το "μέσα" είναι αυτό που πλάθει το απ'εξω και όχι το αντίστροφο. Δε με εγκλωβίζω αλλά με μεταφέρω.
Πως μια μέρα θα βρεθώ στο κέντρο και τα χίλια μάτια που θα με κοιτάνε δε θα με φοβίζουν, γιατί θα ξέρω πως δε βλέπουν κάτι ξένο. θα ξέρω ότι βλέπουν εμένα. Εμένα που με ανακάλυψα, με είδα και με ένιωσα. Ψυχή ψηλή, γυναικεία με θράσος και ευαισθησία. Χωρίς αγκάθια και φόβους.

Αυτά ήθελα να πω όταν πέρασα το κέντρο. Μα δε τα είπα εκείνη τη φορά. Θα τα πω την επόμενη. Σημασία έχει ότι τα ένιωσα. Βήμα-βήμα.

Θυμάσαι Αμέθυστε τι σου απάντησα όταν μου είπες "Σε κορόιδεψα. Δεν έχει θέα από δω κάτω";
Σου είπα "κι όμως έχει" και γύρισα και κοίταξα τα μάτια σου, το κέντρο και τις κερκίδες. Όλα μέσα στο Φως.

Το άλογο με τα κεράσια